Κωνσταντίνου Βαρδή
Τρίτο μέρος*
Στο τελείωμα έσπρωξε τα μαλακότερα κλαδιά αποκαλύπτοντας μία από τις κρυφές όψεις αυτού του νησιού…
{ Τ Ρ Ε Ξ Ε }
Ο Τζος οπισθοχώρησε έτοιμος να πέσει πίσω στην πλάτη του.
«Διάβολε ανάθεμα…» ξεστόμισε ξαφνιασμένος. Το πλησίασε και στάθηκε μερικά εκατοστά μακριά του κοιτώντας το πολύ προσεκτικά. Άπλωσε το δάκτυλο να το αγγίξει μα την τελευταία στιγμή δίστασε. Αυτό… αυτό ο καλλιτέχνης δεν το είδε…; σκέφτηκε. Εκτός, βέβαια, κι αν αυτός που άφησε τα αποτυπώματα ήταν ο ίδιος ο καλλιτέχνης. Αυτό ήταν αρκετό να τον τρομάξει. Αμέσως σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τριγύρω. Του φάνηκε πως άκουσε έναν γρήγορο βηματισμό πίσω του. Τώρα πλέον κοιτούσε αυτό το μέρος με άλλο μάτι. Ξαναγύρισε στον βράχο. Το αίμα είχε ξεραθεί παίρνοντας μία καφετιά απόχρωση. Ανατρίχιασε. Αποφάσισε να μείνει σκυφτός και κρυμμένος μέχρι να σιγουρευτεί πως δεν είχε γίνει στόχος κάποιου κυνηγού.
Για αρκετή ώρα δεν είδε τίποτα περισσότερο από εξωτικά πουλιά να πετούν και να χάνονται στην πλούσια αντηλιά. Τίποτα το επικίνδυνο. Αργά και διστακτικά σηκώθηκε. Τα παπούτσια του είχαν κιόλας στεγνώσει. Τώρα μπορούσε να κατηφορίσει μέχρι τον οικισμό ελπίζοντας να βρει κάποιον να μιλήσει σχετικά με τη μητέρα του.
Η κατηφόρα ήταν μεγάλη αλλά περπατούσε μέσα στο μονοπάτι οπότε δεν είχε πρόβλημα. Ήταν στρωμένο με ακριβή διακοσμητική πέτρα και στις άκρες είχε ξύλινες σκαλισμένες κουπαστές με σχέδια που απεικόνιζαν λουλούδια, δέντρα, ζώα, ανθρώπους να κάθονται κάτω από τον ήλιο. Στο τέλος του μονοπατιού ο δρόμος άνοιγε σε μία πλατεία. Στο κέντρο της είχε ένα φυσικό σιντριβάνι το οποίο αποτελούσε μέρος ενός βράχου. Ποιες δυνάμεις είχαν συντελέσει ώστε να δημιουργηθεί κάτι τέτοιο και κατά αυτόν τον τρόπο; Ίσως ο δημιουργός του να είχε κάνει κάποια συμφωνία με τον θεό. Δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. Το νερό ανάβλυζε πεντακάθαρο στο κέντρο του και εκτινασσόταν ψηλά χωρίς να υπάρχει κάποιος μηχανισμός να το εξαναγκάζει. Το κελάρυσμα του νερού είχε αρχίσει ήδη να τον ηρεμεί καθώς το βλέμμα του χανόταν σε μία όαση που θύμιζε παράδεισο.
Μερικές φωνές ακούστηκαν να πλησιάζουν και αυτό τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Το χωριό ξεκινούσε μετά από αυτή την πλατεία και σίγουρα ο Τζος θα ήταν σαν τη μύγα μες το γάλα. Άγνωστος μεταξύ γνωστών, θα γινόταν αντιληπτός από την πρώτη στιγμή και αυτό θα σήμαινε συναγερμό στους κατοίκους του νησιού. Χωρίς να έχει και πολλές θέσεις να κρυφτεί προτίμησε την πιο απλή. Μπήκε μέσα στο σιντριβάνι και έσκυψε προσέχοντας να μην βρέξει τίποτα περισσότερο από τα, μόλις στεγνωμένα του, παπούτσια. Αυτό του την έσπασε πολύ.
Ήταν δύο γυναίκες όπου τον προσπέρασαν χωρίς να δείξουν πως τον έχουν αντιληφθεί. Από τον τρόπο που μιλούσαν έμοιαζαν να έχουν βρει την απόλυτη αρμονία και γαλήνη. Πως ζούσαν σε έναν τέλειο κόσμο χωρίς άγχη, πίκρες και στενοχώριες. Κάθε αρνητική σκέψη είχε εξαφανιστεί. Αυτό τον χαροποίησε κάνοντάς τον να ξεχάσει για λίγο το μυστήριο που κάλυπτε αυτό το νησί και την φοβία των ανθρώπων που τους ανάγκαζε να το κρατήσουν κρυφό. Οι δύο γυναίκες χάθηκαν όπως ήρθαν. Ο Τζος τις παρακολούθησε να απομακρύνονται καλυμμένες με τα μεταξωτά υφάσματα που τις έντυναν. Η μία φορούσε ένα μακρύ ολόλευκο φόρεμα ενώ η άλλη ένα γαλάζιο.
Μόλις ένιωσε πως δεν κινδύνευε να τον δουν σηκώθηκε. Ήταν όμως απρόσεκτος. Ένα καλοζωισμένος, ηλικιωμένος άντρας στεκόταν μόλις ένα μέτρο πίσω του.
«Εδώ δεν χρειάζεται να κρύβεσαι πια αδερφέ μου. Όλοι είμαστε ίσοι και ορατοί στα μάτια του Θεού…»
Ο Τζος γύρισε ξαφνιασμένος με κομμένη την ανάσα. Προσπάθησε να αρθρώσει μερικές λέξεις όμως δεν τα κατάφερε.
«Όποιος κι αν είσαι… εδώ είσαι καλοδεχούμενος αδερφέ μου… Το τρέξιμο έλαβε τέλος…» τον κοίταζε μέσα στα μάτια μεταδίδοντάς του λίγο από την αγάπη που εξέπεμπαν τα λόγια του. «Σε παρακαλώ… το χέρι του Θεού είναι μπροστά σου…» είπε τελειώνοντας ο ηλικιωμένος και έκανε υπόκλιση απλώνοντας το χέρι του για να του δείξει τον δρόμο.
Ο Τζος προχώρησε προς το χωριό. Μόλις έφτασε στο τέλος της πλατείας γύρισε να κοιτάξει τον ηλικιωμένο. Με ένα πλατύ χαμόγελο συνόδευε το σηκωμένο του χέρι που τον αποχαιρετούσε. Ξαναγύρισε μπροστά και συνέχισε την πορεία του. Πλέον βρισκόταν μέσα στα μονοπάτια του χωριού. Δεν ήταν ερημικό, αντιθέτως υπήρχαν παιδιά στους πλακόστρωτους δρόμους που έπαιζαν χωρίς να χτυπιούνται μεταξύ τους και παραδόξως καμία βρωμοκουβέντα δεν έβγαινε από τα χείλη τους.
Γυναίκες κυκλοφορούσαν ανάμεσά τους με καλάθια χειρός γεμάτα φρούτα και άντρες που συζητούσαν για θέματα σοφίας. Όλοι ήταν ντυμένοι με αέρινα υφάσματα που έδειχναν άνετα και πολύ ακριβά. Του θύμισε τα πρώτα του χρόνια στο σχολείο που όλα τα παιδιά φορούσαν τις ίδιες φόρμες για να υπάρχει ομοιομορφία. Κάποιοι γύρισαν να τον κοιτάξουν ενώ άλλοι τον προσπερνούσαν αδιάφορα. Κανείς δεν έδειξε όμως να τον αντιλαμβάνεται σαν ξένο σώμα. Τα πάντα λειτουργούσαν σα μέρος συστήματος και όλοι σαν συγχρονισμένα γρανάζια μηχανής.
Η εντύπωση αυτή έγινε ακόμη πιο ισχυρή όταν μία γυναίκα είχε ένα μικρό ατύχημα και σκοντάφτοντας στον δρόμο ένα μήλο έπεσε έξω από το καλάθι της. Ο Τζος αντανακλαστικά, αν και μακριά, άπλωσε το χέρι του για να το πιάσει. Την ίδια σκέψη έκανε ακόμη ένας περαστικός που κατάφερε με, αστραπιαία ταχύτητα, να αιχμαλωτίσει αβίαστα μέσα στην χούφτα του το μήλο πριν αυτό αγγίξει το πέτρινο μονοπάτι. Ο άντρας το έβαλε ξανά στη θέση του και συνέχισε την πορεία του. Οι δύο κάτοικοι δεν αντάλλαξαν ούτε ένα «ευχαριστώ»· ούτε ένα βλέμμα. Του φάνηκε τόσο παράξενο. Οι δύο τους έκαναν σα να μη συνέβη ποτέ.
Ο Τζος συνέχισε το βήμα του πλησιάζοντας όλο και πιο πολύ στο κέντρο του χωριού. Εδώ οι άνθρωποι ήταν ακόμη πιο φιλικοί. Όσοι τον προσπερνούσαν του χάριζαν ένα αστραφτερό και γλυκό χαμόγελο. Υπήρχαν πάγκοι ανά τακτές αποστάσεις που χάριζαν τις πραμάτειες τους. Ήταν ακόμη πρωί και όλοι είχαν βγει για ανταλλαγή αγαθών. Κανείς δεν έδινε χρήματα για να αγοράσει τα προϊόντα που έβαζε στο καλάθι. Αυτή είναι μία πραγματική ουτοπία… σκέφτηκε.
Όσο πλησίαζε στο κέντρο μπορούσε να διακρίνει έναν ψηλό βράχο όπου η ανθρώπινη παρέμβαση ήταν εμφανής· έμοιαζε με κάποιο είδος ξέφωτου ναού. Στην επιφάνεια είχε σκαλισμένα σχέδια και διάφορα γνωμικά γνωστά και άγνωστα σ’ αυτόν. Μπροστά από τον λαξευμένο βράχο στέκονταν νέοι, αγόρια και κορίτσια, όπου πέρναγαν χρόνο μαζί σαν να ήταν αδέρφια. Το βλέμμα τους μαρτυρούσε πως ήταν απαλλαγμένοι από κάθε είδους ορμές που έπρεπε να απασχολούν άτομα της δικής τους ηλικίας. Πώς είναι αυτό δυνατόν; σκέφτηκε. Είναι τόσο όμορφες!
Η ζωή γύρω του τον προσπερνούσε αδιάκοπα, ανενόχλητη από την παρουσία του ώσπου ένα αυθόρμητο φτέρνισμα ήρθε να αναταράξει τα ήρεμα νερά της καθημερινότητάς τους. Ο Τζος προσπάθησε να το συγκρατήσει μα του ήταν αδύνατο. Τα χέρια του γέμισαν με σάλια τα οποία σκούπισε στο πλάι του παντελονιού του. Τίποτα το ασυνήθιστο. Γύρω του υπήρχαν γύρω στα πενήντα άτομα τα οποία, όμως, γύρισαν όλα και τον κοίταξαν. Οι παλαιότεροι έμοιαζαν ξαφνιασμένοι, φαινόταν στα μάτια τους, ενώ οι νεότεροι απορημένοι. Ένα μικρό παιδί σήκωσε το χέρι του και δείχνοντας τον, ρώτησε τη μητέρα του δίπλα…
«Μαμά, τι έκανε αυτός ο κύριος…;»
Εντάξει… αυτό δεν είναι φυσιολογικό… σκέφτηκε και άρχισε να κοιτάζει δεξιά και αριστερά. Οι γύρω του τον είχαν κυκλώσει και όλοι τον κοιτούσαν με απορία σα να ήταν κάτι το αξιοπερίεργο. Μέσα από το αμίλητο μπουλούκι ένα γαργαριστό γέλιο ακούστηκε, κάπου στο βάθος, που δεν το έπιανε το μάτι του.
«Να επιτέλους…» φώναξε. Από την φωνή κατάλαβε πως ήταν κάποιος ηλικιωμένος. «Να και κάποιος ζωντανός ανάμεσά μας...»
Είχε να πει κι άλλα, αλλά δεν πρόλαβε. Μία γρήγορη αναστάτωση και συνάμα διακριτική, πίσω από το τείχος των ανθρώπων προς τον ηλικιωμένο, έκανε αυτή την ενοχλητική παρένθεση να κλείσει όσο γρήγορα άνοιξε. Το μαζεμένο μπουλούκι διαλύθηκε συνεχίζοντας την πορεία του. Ο Τζος προσπάθησε να εντοπίσει τον άντρα που φώναξε. Τίποτα. Σα να μη συνέβη ποτέ.
«Τι έγινε…;» ρώτησε έναν που έστεκε ακόμη μπροστά του. Δεν πήρε απάντηση. Έπιασε τον επόμενο, «Πού είναι αυτός που φώναζε…;» ο άντρας έδειξε να μην καταλαβαίνει καν σε τι αναφερόταν ο Τζος. Άφησε την έρευνα δια της συζήτησης και είπε να κάνει έναν γύρω εκεί κοντά μήπως έβρισκε τίποτα. Δεν είχε αποτέλεσμα. Αποφάσισε να προχωρήσει ακόμη πιο μέσα στην κοινότητα και να δει και άλλες πτυχές αυτού του κόσμου.
Όσο πέρναγε η ώρα καταλάβαινε πως δεν ήταν ένα υποανάπτυκτο χωριό όπως του φάνηκε ψηλά από το βουνό. Οι κάτοικοι είχαν πλήρη αυτάρκεια και χρησιμοποιούσαν μηχανές για οτιδήποτε άλλο εκτός από την μετακίνησή τους. Για αυτήν είχαν ποδήλατα. Μα αν έχουν μηχανές, τότε από πού παίρνουν τα καύσιμα…; σκέφτηκε όταν μπροστά από ένα ξύλινο σπίτι είχε στερεωθεί μία χλοοκοπτική μηχανή. Κοίταξε όμως καλύτερα και είδε πως ήταν συνδεδεμένη με ένα καλώδιο σε μία εξωτερική πρίζα.
«Γεια σου φίλε μου…» ο Τζος αισθάνθηκε ένα χέρι να τον αγγίζει στην πλάτη από πίσω. «Καλώς ήρθες στα μέρη μας…» ήταν ό,τι πιο ζωντανό είχε ακούσει μέχρι στιγμής. Γύρισε και κοίταξε αυτόν που τον καλοδέχτηκε. Τον είχε ξαναδεί.
«Εσύ…» είπε κομπλαρισμένος. Ήταν ο ψηλός λευκοφορεμένος άντρας που ακολουθούσε εκείνο το βράδυ. Ο ίδιος επισκέπτης στο κατάστημα της Κέλυ.
Του χαμογέλασε. «Και εσύ πρέπει να είσαι ο Τζος…»
«Ποιος είσαι…; Πώς ξέρεις το όνομά μου…;»
«Ηρέμησε. Με φωνάζουν Δόκτωρ Σιν. Δεν χρειάζεται να ανησυχείς. Όλοι εδώ είμαστε μέρος της ίδιας οικογένειας. Όλοι ξέρουμε το όνομά σου Τζος. Η Σόφι είναι μέλος της ίδιας οικογένειας και σε περιμένει στο σπίτι σας…» είπε πράα.
Η χαρά του ήταν απερίγραπτη. Δεν αρκέστηκε στο πώς, το τι και το γιατί. Το μόνο που ήθελε ήταν να δει την μητέρα του. «Πού είναι… πού;»
Ο Δόκτωρ Σιν του έδειξε το μονοπάτι το οποίο ακολούθησε σαν κυνηγημένος λαγός. Στο τέλος του βρισκόταν ένα ξύλινο σπίτι. Φάνταζε τόσο όμορφο και καλά στημένο. Ήταν λευκό με οριζόντιες ξύλινες τάβλες. Στο κέντρο του είχε δύο παράθυρα με κρεμασμένα λουλούδια σε μία πήλινη γλάστρα. Ανάμεσά τους βρισκόταν τοποθετημένη η καφέ ξύλινη πόρτα με το καφέ χαλί μπροστά της. Η πρόσοψη έδινε την εντύπωση ενός χαμογελαστού προσώπου. Τα παράθυρα ήταν ανοικτά κι από πίσω κρέμονταν οι λεπτές ημιδιάφανες κουρτίνες. Δεν ήταν το μοναδικό σπίτι αυτό.
Δεξιά κι αριστερά πλαισιωνόταν από άλλα του ίδιου στυλ. Η επανάληψη σε όλο της το μεγαλείο. Η σκεπή περιμετρικά ήταν διακοσμημένη με όμορφα κόκκινα κεραμίδια ενώ στο κέντρο της βρίσκονταν πάνελ φωτοβολταϊκών. Στην άκρη, εκεί που έπρεπε να βρίσκεται η καμινάδα, την θέση της είχε πάρει μία ψηλή ανεμογεννήτρια μετατρέποντας την δύναμη της φύσης σε ενέργεια.
Ο Τζος είχε ήδη αρχίσει να χαμογελάει. Δίπλα από τον κήπο υπήρχε ένα τεχνητό αυλάκι που περνούσε από κάθε σπίτι σε σειρά. Μέσα έτρεχε νερό που κατέβαινε ορμητικά από το βουνό. Δίπλα σε αυτό το αυλάκι ήταν τοποθετημένη μία υδρογεννήτρια και λίγο πιο δίπλα μία μικρή αποθήκη που έγραφε απ’ έξω… ΣΥΣΤΟΙΧΙΑ ΜΠΑΤΑΡΙΩΝ…
«Οι άνθρωποι αυτοί σίγουρα έχουν λύσει το ενεργειακό τους πρόβλημα…» ήταν το πρώτο που του ήρθε στο μυαλό. Το αδιάβροχο κινητό του ακόμη λειτουργούσε. Το έπιασε μέσα από το τσαντάκι του και το κράτησε ψηλά. Χωρίς υπηρεσίες έγραφε στην οθόνη. Η κοινότητα είχε μάθει να ζει μόνο με τα απαραίτητα. Ούτε τηλέφωνο, ούτε ιντερνέτ. Οι άνθρωποι ζούσαν ειρηνικά, αρμονικά χωρίς αρρώστιες και, πάνω από όλα, άγχη να ταλαιπωρούν το μυαλό τους. Οι κουρτίνες σάλεψαν. «ΜΑΜΑ!» φώναξε με όλη του τη δύναμη. Η Σόφι πετάχτηκε έξω με τα χέρια γεμάτα σαπουνάδες.
«Τζος! Αγόρι μου! δεν το πιστεύω!»
Αμέσως έπεσε στην αγκαλιά της. «Γιατί έφυγες έτσι μάνα; Δεν ξέρεις τι πέρασα μέχρι να σε βρω.»
«Συγγνώμη Τζος. Λυπάμαι, όμως δεν άντεχα άλλο τη μοναξιά.» ο Τζος σήκωσε το κεφάλι. Μέσα από το σπίτι της βγήκε ακόμη μία γυναίκα. Έμεναν μαζί.
«Έλα μέσα αγόρι μου. Μην καθόμαστε έξω…» είπε απότομα η συγκάτοικος και κοίταξε το ρολόι της. Είχε φτάσει μεσημέρι. Περίπου μία η ώρα.
Η Σόφι γύρισε και της μίλησε χαμηλόφωνα σα να μην ήθελε να την ακούσει ο γιος της. «Εντάξει… ακόμη μεσημέρι είναι. Δεν εμφανίζονται πριν το βράδυ…» είπε και γύρισε με ένα χαμόγελο, που δεν είχε δει ποτέ ξανά του, να έχει σχηματιστεί στα χείλη της. «Ας πάμε μέσα λοιπόν…» τον τράβηξε απαλά.
Το σπίτι ήταν γεμάτο κάδρα με τις φωτογραφίες τους κρεμασμένες. Το ίδιο και της άλλης γυναίκας.
«Κάτσε… έχουμε πολλά να πούμε…» ακούστηκε η φωνή του δόκτωρ Σιν που στεκόταν στην ανοικτή πόρτα.
Η πρώτη μέρα πέρασε τόσο καλά που έκανε τον Τζος να πιστεύει λίγο στην επιλογή της μητέρας του. Το φαγητό ήταν ό,τι νοστιμότερο είχε δοκιμάσει ποτέ στην ζωή του. Η μάνα γη φρόντιζε να τους δίνει τα πάντα σε αφθονία και στην πιο αγνή μορφή τους. Ο ήλιος ήταν ζεστός με έναν πρωτόγνωρο τρόπο που άγγιζε ακόμη και την ίδια του την ψυχή. Τηλεόραση δεν παρακολουθούσε και επικοινωνία με τον έξω κόσμο δεν είχε. Περνούσε τόσο καλά και ίσως αυτό να ήταν τελικά το μυστικό της επιτυχίας. Πιο ήταν όμως το αντάλλαγμα για όλα αυτά; Αυτό κανείς δεν το είχε αναρωτηθεί.
Οι επόμενες μέρες έφεραν και τις πρώτες εξορμήσεις του σαν μέλος αυτής της κοινότητας πια. Οι γνωριμίες του με τα υπόλοιπα άτομα είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί. Και μόνο όταν άρχιζε να βαριέται όλη αυτή την καλοπέραση άρχισε να ξεχωρίζει αυτά που ήταν όχι και τόσο φυσιολογικά...
{
Το πρώτο του βράδυ στο νησί ήταν ήρεμο. Η ώρα είχε πάει μόλις εννιά το βράδυ και όλοι είχαν κλειδαμπαρωθεί μέσα στα σπίτια τους. Μόλις ο ήλιος άρχισε να δύει ο κόσμος χάθηκε από τους δρόμους με μία απίστευτη ταχύτητα. Σα να είχαν εξαγγείλει την επικείμενη καταστροφή του νησιού και όλοι είχαν κρυφτεί για να προστατευθούν. Βέβαια αυτό λίγο τον ένοιαξε.
Τα μάτια του είχαν βαρύνει τόσο που δεν μπορούσε να τα κρατήσει περισσότερο ανοικτά. Η ηδονή της κατάκλισης ζέστανε όλο του το κορμί και την ψυχή. Σκεπασμένος με τα αέρινα σεντόνια του ένιωσε την ίδια γαλήνη που βίωνε μόνο όταν ήταν μικρός στην αγκαλιά της μητέρας του. Έκλεισε τα μάτια του και χαμογελώντας αισθάνθηκε το σώμα του να βυθίζεται σε μία ονειρική άβυσσο και μετά να αιωρείται στον αέρα. Ήδη ταξίδευε σε άλλη διάσταση με συντροφιά του τον Μορφέα. Τα όνειρά του ήταν γλυκά, απολαυστικά. Όλα αυτά όμως μέχρι το ρολόι να δείξει μία ώρα μετά τα μεσάνυκτα όπου ξύπνησε απότομα.
Μέχρι να συνειδητοποιήσει πού βρισκόταν έμεινε αμίλητος στο κρεβάτι κοιτώντας τον χώρο. Αυτό που τον ξύπνησε δεν ήταν κάποιο κουνούπι ή κάποιο όνειρο. Αυτό που τον ξύπνησε ήταν ένας θόρυβος που ερχόταν από την σκεπή του σπιτιού σαν ελαφρύ βηματισμός συνοδευόμενος από έναν ελαφρύ βρυχηθμό. Το κορμί του ρίγησε και δεν τόλμησε να ξεσκεπαστεί. Ήθελε να σηκωθεί αλλά δεν τόλμησε. Ένιωσε ασφαλής, όπως τα μικρά παιδιά, κάτω από το σεντόνι. Λίγα λεπτά αργότερα ο θόρυβος έπαψε και ο Τζος αφέθηκε να παρασυρθεί από την κούραση και το γλυκό κάλεσμα της νυκτός.
Από το πρώτο του βράδυ κιόλας που έφτασε στο νησί άρχισε να βιώνει περίεργα και ανεξήγητα γεγονότα στα οποία αποπειράθηκε να δώσει λογικές εξηγήσεις. Τα περιστατικά όμως με τον καιρό πύκνωναν και κανείς δεν φάνηκε να μιλάει για αυτά. Όταν ρωτούσε τη μητέρα του, εκείνη του αράδιαζε τη μία δικαιολογία μετά την άλλη. Τη μία ήταν η κούραση, την άλλη ήταν η φαντασία του και την άλλη η ανάγκη του να εκτονώσει την ενέργεια που του προκαλούσε όλη αυτή η ηρεμία που βίωνε. Στο τέλος είχε ξεμείνει από δικαιολογίες και υποκρινόταν πως δεν τον άκουγε, ή άλλαζε το θέμα. Η παρέα του απέφευγε να απαντήσει στις ερωτήσεις του καθώς έμοιαζαν να είναι καλά δασκαλεμένοι. Δεν γνώριζε και πολλά για τις νέες του φιλίες· αν είχαν έρθει, ή αν είχαν γεννηθεί εδώ. Όπως και να είχε το πράγμα, τον ενοχλούσε που δεν έπαιρνε απαντήσεις από πουθενά. Πολλές, μάλιστα, ήταν οι φορές που είχε στήσει σκοπιά να δει τι προκαλούσε τον θόρυβο πάνω στις σκεπές των σπιτιών. Όλες του οι απόπειρες ήταν ανεπιτυχείς. Είχε αρχίσει να ψάχνει και αυτό ενοχλούσε την Σόφι.