Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ ebooks ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Αιθέρια: Η προφητεία * Ζεστό αίμα * Το μονόγραμμα του ίσκιου * Μέσα από τα μάτια της Ζωής! * Οι Σισιλιάνοι ** Ποίηση: Και χορεύω τις νύχτες * Δεύτερη φωνή Ι * Άπροικα Χαλκώματα * Σκοτεινή κουκκίδα ** Διάφορα άλλα: Πλάτωνας κατά Διογένη Λαέρτιο * Παζλ γυναικών ** Παιδικά: Η μάγισσα Θερμουέλα σε κρίση * Η λέσχη των φαντασμάτων * Το μαγικό καράβι των Χριστουγέννων * Ο αστερισμός των παραμυθιών * Οι κυρίες και οι κύριοι Αριθμοί * Η Αμάντα Κουραμπιέ, η μαμά μου * Ο Κάγα Τίο... στην Ελλάδα ** Νουβέλες: Πορσελάνινες κούκλες * Το δικό μου παιδί * Όταν έπεσε η μάσκα

Η κόρη μου

Για το τέλος σας άφησα μια έκπληξη! Μια ιστορία που ξεφεύγει από το συνηθισμένο μου στυλ. Έτσι με την αγωνία του πρωτάρη, έχω την χαρά να σας παρουσιάσω το πρώτο μου παραμύθι! Μια τρυφερή ιστορία που ναι μεν ξεφεύγει λίγο από τα παραδοσιακά παραμύθια, ωστόσο θέλω να πιστεύω ότι δεν υστερεί σε τίποτα από την μοναδική τους μαγεία!

Εύχομαι να σας αρέσει και να την απολαύσετε!

Μάριος Καρακατσάνης

Αυτό το ιδιαίτερο παραμύθι θα ήθελα να το αφιερώσω
στην σύντροφο της ζωής μου Αλεξάνδρα.
Την γυναίκα που μου στάθηκε
όσο καμία άλλη στην ζωή μου.
Επίσης θα ήθελα να το αφιερώσω στην κόρη μου...
που δεν έχει γεννηθεί ακόμα.
Εύχομαι όμως ο θεός να μου χαρίσει μια…

Βασισμένο σε αληθινά... συναισθήματα.


   Η Μαρία και ο Αλέξης ήταν δύο υπέροχοι άνθρωποι που ζούσαν μαζί έχοντας για σύντροφο ο ένας τον άλλον σχεδόν μια ολόκληρη ζωή.
   Η πρώτη τους επαφή είχε γίνει στο δημοτικό. Αν και ήταν μικρά παιδάκια τότε, μόλις αντίκρισε ο ένας τον άλλο για πρώτη φορά, ένιωσαν μέσα τους κάτι πρωτόγνωρο.
   Η μικρή Μαρία τον κοιτούσε χαμογελώντας του αθώα με τα υπέροχα καταγάλανα ματάκια της, ενώ ο Αλέξης σαν μαγεμένος έστεκε αμίλητος απέναντί της θαυμάζοντάς την. Ήταν το πιο όμορφο κορίτσι που είχε δει ποτέ στην ζωή του. Για εκείνον ήταν η νεράιδα τού παραμυθιού που είχε έρθει να τον συναντήσει.
   Ήταν δύο πολύ ιδιαίτερες υπάρξεις και πάντα ξεχώριζαν γι’ αυτά που έλεγαν ή έκαναν. Δεν είχαν τίποτα κοινό με τα υπόλοιπα παιδιά τής ηλικίας τους. Η Μαρία δεν έπαιζε ποτέ με κούκλες, ούτε της άρεσε να ντύνεται ωραία. Φορούσε πάντα τα παλιά της ρούχα, ακόμα και σκισμένα να ήταν, αγνοώντας τα καινούργια και φανταχτερά φορεματάκια που της αγόραζαν οι γονείς της.
   Η μόνιμη ασχολία της ήταν ό,τι αφορούσε την φύση, τα ζώα και τις ανθρώπινες σχέσεις. Κάθε φορά που την έχαναν οι γονείς της μέσα από το σπίτι, ήξεραν ότι θα την έβρισκαν έξω στον κήπο. Την είχαν δει πάρα πολλές φορές να μιλάει στα ανθισμένα λουλούδια, ενώ αν έβρισκε κάποιο μαραμένο δάκρυζε και του μιλούσε σαν να έχανε κάποιον αγαπημένο της φίλο.
   Το πιο περίεργο όμως ήταν η σχέση της με τα ζώα. Πάντα τα πλησίαζε άφοβα απλώνοντας το μικρό της χεράκι για να τα χαϊδέψει. Ακόμα και άγρια να ήταν γαβγίζοντας δυνατά και απειλητικά δείχνοντας τα τεράστια λευκά δόντια τους, εκείνη χαμογελούσε και πήγαινε κοντά τους. Ως δια μαγείας, τα ζώα αμέσως ηρεμούσαν και κλαψουρίζοντας σαν κουτάβια κουνούσαν την ουρά τους χαρούμενα. Την έγλυφαν με αγάπη και εκείνη τους το ανταπέδιδε χαϊδεύοντάς τα με στοργή. Μιλούσε και σε αυτά. Εκείνα λες και την καταλάβαιναν καθόντουσαν κάτω και την άκουγαν μέχρι να τελειώσει. Ύστερα όταν έφευγε της γάβγιζαν μια φορά σαν να την χαιρετούσαν, αφήνοντας εμβρόντητους όλους όσους τύχαινε να είναι μπροστά.
   Αν πάλι τύχαινε να συναντήσει ανθρώπους που λογομαχούσαν άγρια, εκείνη πήγαινε και στεκόταν ανάμεσα τους. Κοιτάζοντας μια τον έναν μία τον άλλον, με ένα βλέμμα που ξεχείλιζε από καλοσύνη, ξεκινούσε και τους μιλούσε. Τους έλεγε για την αξία τής ανθρώπινης επαφής, της φιλίας, αλλά και της οικογενειακής θαλπωρής. Τους έλεγε ότι οι τσακωμοί δημιουργούσαν αναίτιες έχθρες με ανθρώπους που ίσως αύριο τους χρειαζόμασταν για κάτι πολύ σοβαρό και δεν θα υπήρχε κανείς που θα ήθελε να μας βοηθήσει, αφήνοντάς μας να βουλιάζουμε μέσα στην μοναξιά της θλίψης μας.
   Εκείνοι κοιτούσαν απορημένοι που ένα τόσο μικρό κορίτσι τους έλεγε τόσο σοβαρά πράγματα, αναρωτώμενοι από που τα είχε ακούσει. Αλλά δεν τα είχε ακούσει από πουθενά όλα αυτά που έκανε, αλλά και έλεγε! Πήγαζαν από μέσα της. Τα ένιωθε σαν να τα γνώριζε πάντα. Και κάθε φορά που πετύχαινε τον σκοπό της ένιωθε μέσα της κάτι να μεγαλώνει, σαν να είχε ένα αόρατο ράφι μέσα στην ψυχή της, όπου το γέμιζε με καλές πράξεις. Ακόμα και όταν αποτύχαινε, βλέποντας ανθρώπους να την βρίζουν, εκείνη δεν πτοούταν. Κάποιοι της έλεγαν ότι αν ήθελε να μεγαλώσει κι άλλο, καλό θα ήταν να μην ανακατεύεται σε ξένες δουλειές. Κοιτάζοντάς τους με αυστηρότερο ύφος, τους έλεγε πως ήταν χαμένες ψυχές. Ότι αν ήθελαν να συνεχίσουν να ζουν μέσα στην βλακεία τής ανυπαρξίας τους, ας συνέχιζαν όπως είναι. Όταν θα άλλαζαν συμπεριφορά, τότε θα μεγάλωναν πραγματικά και οι ίδιοι. Ως τότε όμως, θα ζούσαν με δανεική ψυχή. Κάποιοι καταλάβαιναν, κάποιοι άλλοι όχι. Εκείνη πάντα έφευγε ξέροντας ότι είχε κάνει ό,τι μπορούσε.
   Από την άλλη μεριά ο Αλέξης δεν έπαιζε ποτέ με παιχνίδια που αφορούσαν στρατιώτες, πιστόλια και γενικά με ό,τι αφορούσε τον πόλεμο. Του άρεσε να δημιουργεί. Μπορούσε με τα άφθονα τουβλάκια που είχε να φτιάξει πόλεις ολόκληρες. Καμιά φορά ζητούσε από την μητέρα του τα Χριστουγεννιάτικα φωτάκια και τα τοποθετούσε ανάμεσα στα τουβλάκια, δίνοντας έτσι ζωή και ζεστασιά στις δημιουργίες του. Πριν κοιμηθεί έκλεινε όλα τα φώτα του δωματίου, αφήνοντας ανοικτά μόνο αυτά τα φωτάκια. Από το κρεβάτι χάζευε την απόκοσμη πόλη του, κοιτώντας την εκστασιασμένος. Με τα μάτια τής φαντασίας έντυνε τα κενά που υπήρχαν, δίνοντάς της κανονική ζωή. Έβλεπε ξωτικά και νεράιδες να τριγυρίζουν μέσα σ’ αυτήν ακούγοντάς τα να τραγουδάνε υπέροχα τραγούδια με τις ψιλές φωνούλες τους, καθώς ένας αιώνια φωτεινός ήλιος τα έλουζε με το φως του. Ύστερα σβήνοντας τα φωτάκια αποκοιμιόταν μαγεμένος μέσα στο σκοτάδι τού δωματίου.
   Την πρώτη μέρα που μιλήσανε, η μικρή Μαρία μιλούσε ασταμάτητα για την ομορφιά της φύσης. Για το αιώνιο κάλεσμά της σε κάθε έμψυχο ον. Του εξηγούσε ότι δεν πρέπει να φοβόμαστε τα ζώα όσο άγρια και αν δείχνουν. Γιατί εκείνα μπορούν να ξεχωρίσουν αν κάποιος άνθρωπος είναι κακός ή όχι. Γιατί τα μάτια τους, έλεγε, δεν βλέπουν εικόνες όπως εμείς. Βλέπουν μόνο την αύρα μας. Από αυτήν ξεχώριζαν την κακία από την καλοσύνη.
   Ο Αλέξης την άκουγε με πολύ προσοχή, συμφωνώντας σε ό,τι άκουγε. Κάτι μέσα του έλεγε ότι είχε απόλυτο δίκιο. Ύστερα της μιλούσε εκείνος για τον δικό του μαγικό κόσμο. Της εξηγούσε ότι μπορούσε να δημιουργήσει ζωή από ο,τιδήποτε άψυχο. Αρκεί να το ήθελαν οι νεράιδες του.
   Συμφωνώντας η Μαρία μαζί του, τού έλεγε ότι και οι νεράιδες ήταν μέρος τής φύσης. Μάλιστα συνέχιζε να του λέει, υπήρχαν πολύ πριν από τον άνθρωπο. Βλέποντας όμως την ασχήμια και τον εγωισμό που διακατείχε την ανθρώπινη φυλή, αποτραβήχτηκαν σε μακρινά δάση όπου εκεί δεν είχε φτάσει ακόμα η καταστροφική μανία των ανθρώπων. Αν και κατά την γνώμη της, ούτε εκεί πλέον θα τις έβρισκε κάποιος, αφού δεν έχουμε αφήσει τίποτα δίχως να το μολύνουμε.
   Βλέποντας τον μικρό Αλέξη να απογοητεύεται από τα λόγια της, έσπευσε να του εξηγήσει καλύτερα τι πραγματικά εννοούσε.
   -Δεν λέω ότι δεν υπάρχουν καθόλου! του είπε με την παιδική αθωότητα που την διακατείχε.
   -Αλλά ότι δεν μπορούν να τις δουν οι άνθρωποι, αν εκείνες δε το θελήσουν! συμπλήρωσε αμέσως μετά.
   -Εσύ είσαι πολύ τυχερός που σε αφήνουν να τις δεις! κατέληξε.
   Χαμογελώντας ξανά ο Αλέξης τής έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και ύστερα την κοίταξε χαμογελώντας ευτυχισμένος. Από εκείνη την στιγμή και μετά, οι δυο τους ένιωσαν ότι ενώθηκαν για πάντα.
   Οι γονείς των παιδιών βλέποντας πόσο πολύ είχαν δεθεί μεταξύ τους, ήρθαν και εκείνοι πιο κοντά. Σχεδόν κάθε σαββατοκύριακο συναντιόντουσαν είτε στο ένα σπίτι, είτε στο άλλο, δίνοντας περιθώριο στα παιδιά τους να γνωριστούν ακόμα καλύτερα.
   Ήταν όμως μια καλή ευκαιρία και για τους ίδιους τους γονείς να μιλήσουν, μιας και τόσο καιρό έβλεπαν τα παιδιά τους έτσι όπως συμπεριφέρονταν και δεν ήξεραν πώς να τα χειριστούν. Έτσι, αντάλλαζαν γνώμες, απόψεις, αλλά και εμπειρίες που είχαν ζήσει ο καθένας με το παιδί του.
   Σε αυτό το διάστημα ο Αλέξης και η Μαρία είχαν γίνει κυριολεκτικά ένα. Η Μαρία είχε μάθει τα πάντα στον Αλέξη για την μαγεία τής φύσης και πώς να την προσεγγίζει, ενώ ο Αλέξης τής δίδασκε πώς να βλέπει τις νεράιδες του.
   Περνώντας τα χρόνια, κατάλαβαν και οι δύο ότι ήταν πλασμένοι κυριολεκτικά ο ένας για τον άλλο. Τελειώνοντας τις σπουδές τους, ο Αλέξης ως αρχιτέκτονας και η Μαρία ως γεωπόνος, αποφάσισαν να ενώσουν τις ζωές τους με την ευλογία των γονιών τους.
   Ο γάμος τους μπορεί να ήταν λιτός, αλλά ήταν πολύ ιδιαίτερος. Διάλεξαν ένα ξωκλήσι το οποίο ήταν κτισμένο μέσα στο πράσινο και περιτριγυρισμένο από δεκάδες πανύψηλα δέντρα. Το μικρό εκκλησάκι που βρισκόταν ανάμεσα τους δεν το στόλισαν με λουλούδια. Δεν ήθελαν να κόψουν ούτε ένα. Τους αρκούσε το υπέροχο άρωμα τής φύσης που κυριολεκτικά κατέκλυζε τον τόπο. Την στόλισαν όμως με δεκάδες πολύχρωμες κορδέλες και μπαλόνια που αιωρούνταν στον αέρα, δεμένα πάνω σε αυτές τις κορδέλες.
   Μέσα σε αυτά, πριν τα φουσκώσουν, τα είχαν γεμίσει με γυαλιστερά κομφετί, ώστε όταν τα έσκαγαν να γέμιζε ο τόπος με ένα υπέροχο "χιόνι" χαράς.
   Η Μαρία δεν ήθελε νυφικά και άλλες περιττές πολυτέλειες. Φορούσε ένα αέρινο άσπρο μεταξωτό φόρεμα που το είχε ράψει η ίδια, το οποίο την έκανε να φαίνεται στα μάτια του Αλέξη ακριβώς το ίδιο όπως την είχε δει για πρώτη φορά τότε στο σχολείο.
   Ο Αλέξης φορούσε ένα λευκό κοστούμι που το είχε αγοράσει ειδικά για αυτή την περίσταση. Δεν ήταν ακριβό, ούτε είχε κάτι το ιδιαίτερο. Για τους δυο τους όμως αυτός ο συνδυασμός των ρούχων συμβόλιζε την ένωση δύο υπάρξεων που είχαν αποφασίσει να γίνουν ένα. Βγαλμένοι από το ίδιο παραμύθι, δημιουργούσαν τώρα το δικό τους.
   Οι γονείς τους σεβόμενοι κάθε επιθυμία τους, δεν ανακατεύτηκαν καθόλου στις προετοιμασίες του γάμου. Είχαν συνηθίσει εξ άλλου όλα αυτά που οι ίδιοι χαρακτήριζαν ως παραξενιές. Το μόνο που έκαναν με μεγάλη τους χαρά ήταν να τους βοηθήσουν να αποκτήσουν το δικό τους σπιτικό για ένα νέο και όμορφο ξεκίνημα.
   Βγαίνοντας στον προαύλιο χώρο, το ζευγάρι χαμογελούσε ευτυχισμένο στους λιγοστούς φίλους και συγγενείς που είχαν έρθει για να τους ευχηθούν.
   -Κοίτα! ψιθύρισε ο Αλέξης στην Μαρία, δείχνοντάς της ένα ψηλό δέντρο ακριβώς απέναντι τους.
   Κοιτώντας εκεί που της έδειχνε, η Μαρία είδε πάνω στα κλαδιά του δέντρου μερικές νεράιδες που χόρευαν χαρούμενες δείχνοντας ότι συμμετείχαν και αυτές στην χαρά τους. Γυρνώντας προς το μέρος του, χαμογελώντας ευτυχισμένη, τον φίλησε στο στόμα εναποθέτοντας έτσι ό,τι ένιωθε εκείνη την στιγμή, μέσα από μια ανάσα.
   Προσφέροντας ένα μικρό γεύμα για όλους τους καλεσμένους, η ομορφότερη μέρα της ζωής τους, τελείωσε γεμάτη ευχές, γέλια και χαρές.
   Πηγαίνοντας σπίτι τους το ζευγάρι ξάπλωσε στο κρεβάτι νιώθοντας την κούραση να φεύγει σιγά, σιγά από το κορμί τους. Ξαπλωμένοι ανάσκελα χάζευαν αγκαλιά το ολόλευκο ταβάνι. Γι’ αυτούς ήταν ένας καταγάλανος ουρανός γεμάτος περιστέρια που πετούσαν ανέμελα πάνω από τα κεφάλια τους. Ύστερα ο ουρανός έγινε θάλασσα που με τα ήρεμα νερά της τους ταξίδευε σε κόσμους μαγικούς, όπου ο άνθρωπος δεν είχε πατήσει το πόδι του. Δεν τους είχε μολύνει ούτε καν με την παρουσία του. Παρθένοι τόποι, έτοιμοι να υποδεχτούν δύο αγνές ψυχές που η ιδιαιτερότητά τους, δεν τις άφηνε να πλανευτούν από τούτο τον κόσμο.
   Ακροβατώντας όμως ανάμεσα σε δύο κόσμους έχασαν και οι δύο την επαφή με την πραγματικότητα. Δεν ήξεραν πια τι είναι αληθινό και τι ψεύτικο, τι πραγματικά έβλεπαν με τα μάτια του κορμιού τους και τι με τα μάτια της φαντασίας. Η ψυχή τους όμως ήταν πάρα πολύ δυνατή ώστε να μην την αγγίζει η κακία του κόσμου. Και ήταν μεγάλη η κακία του.
   Η γειτονιά βλέποντάς τους να δείχνουν στον αέρα γελώντας ο ένας στον άλλον πράγματα που εκείνοι δεν έβλεπαν, άρχισε να τους αποκαλεί τρελούς, κάνοντας τους γονείς τους κάθε φορά που έφταναν τα κακόβουλα σχόλια στα αυτιά τους, να πλημμυρίζουν από θλίψη. Αλλά δε μιλούσαν! Όσο τους έβλεπαν ευτυχισμένους δεν τους δηλητηρίαζαν την ψυχή με το δηλητήριο του κόσμου.
   -Θα ήθελα πάρα πολύ να αποκτήσουμε ένα παιδί! είπε μια μέρα ο Αλέξης την ώρα που έτρωγαν.
Ακούγοντάς τον να το λέει, ξαφνιάστηκε ευχάριστα αφού λίγα λεπτά πριν, συζητούσαν για άσχετα θέματα.
   -Θα το ήθελα και εγώ ξέρεις! του απάντησε με ενθουσιασμό.
   -Οι δουλειές μας πάνε πάρα πολύ καλά, δε θα του λείψει τίποτα! συνέχισε, ξεκινώντας μέσα στο μυαλό της να κάνει είδη σχέδια για το μέλλον.
   Ακούγοντας την απάντηση που ούτως ή άλλως γνώριζε, ξεκίνησαν να ονειρεύονται μαζί την νέα ζωή που σκόπευαν να φέρουν στον κόσμο. Έλεγαν ότι αν ήταν κόρη, κάτι που ποθούσε από πολύ μικρή ηλικία ο Αλέξης, θα την βάφτιζαν Κρήνη. Ήταν ένας υπέροχος συνδυασμός του ονόματος της μητέρας του, αλλά και μιας από τις νεράιδες του. Επίσης συμβόλιζε και την αγάπη τής Μαρίας για την φύση. Οπότε το αποδέχτηκαν και οι δύο με μεγάλη τους χαρά. Αν πάλι ήταν αγόρι, θα το ονόμαζαν Χρύσανθο. Το όνομα του πατέρα της Μαρίας, που επίσης ήταν συμβολικό και για τους δύο.
   Σκέφτονταν πόση αγάπη είχαν να του προσφέρουν, αλλά και πόσα πολλά είχαν να του διδάξουν για τον αόρατο κόσμο τους. Αυτόν που ήξεραν πως όλοι οι άλλοι κορόιδευαν απλά και μόνο επειδή οι ίδιοι δεν ήταν άξιοι να τον δουν.
   Το ίδιο κιόλας σαββατοκύριακο, κάλεσαν σπίτι τούς γονείς τους ώστε να τους ανακοινώσουν την απόφασή τους. Ακούγοντάς την ένιωσαν στην αρχή λίγη αμηχανία κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον δίχως να μιλάνε. Ύστερα βλέποντας τα παιδιά τους ευτυχισμένα να τους λένε χαρούμενοι ότι θα αποκτήσουν εγγόνι, έκρυψαν τον προβληματισμό που τους διακατείχε και μοιράστηκαν όλοι μαζί την χαρά τους.
   Όσο και αν προσπάθησαν όμως η Μαρία δεν κατάφερνε να μείνει έγκυος. Οι γονείς τους τούς συμβούλευαν να επισκεφτούν κάποιο γιατρό, αλλά εκείνοι δεν ήθελαν. Πίστευαν ότι αν η φύση ήθελε να τους χαρίσει ένα παιδί θα το έκανε από μόνη της, χωρίς καμία ανθρώπινη παρέμβαση.
   Οι μέρες κυλούσαν, έγιναν βδομάδες και οι βδομάδες μήνες. Πέρασαν δύο ολόκληρα χρόνια δίχως να μπορούν να αποκτήσουν ό,τι πιο πολυτιμότερο ποθούσαν στην ζωή τους. Ένα παιδί.
   Σιγά-σιγά άρχισαν τα πρώτα σημάδια της θλίψης να εμφανίζονται στα πρόσωπά τους. Ένιωθαν ότι η κακία του κόσμου άρχιζε να εισχωρεί και στον δικό τους κόσμο.
   Ο καταγάλανος ουρανός που έβλεπαν πάνω από τα κεφάλια τους πριν κοιμηθούν άρχισε να μαυρίζει. Τα απαλά κύματα της θάλασσας αγρίεψαν και έγιναν παλίρροια που έπαιρνε μαζί της το όνειρό τους. Έτσι άρχισαν να κοιμούνται με συνεχώς λιγότερα όνειρα, που σιγά-σιγά αραίωναν μέχρι που χάθηκαν όλα και αντίκριζαν μονάχα ένα λευκό ταβάνι.
   Καθόντουσαν μόνοι και σκεφτικοί μέσα στο σπίτι τους, νιώθοντας το βάρος των τοίχων να τους πλακώνει. Είχαν σταματήσει προ πολλού να βλέπουν νεράιδες και ξωτικά. Ένιωθαν σαν η φύση να είχε στραφεί εναντίον τους, αναρωτώμενοι τι λάθος μπορεί να είχαν κάνει. Μέχρι που αποφάσισαν πάνω στην απογοήτευσή τους να επισκεφτούν κάποιο γιατρό. Τόσο μεγάλη ήταν η επιθυμία τους να αποκτήσουν ένα παιδί.
   Έκαναν εξετάσεις και οι δύο και τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο Αλέξης δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Ακούγοντας τον γιατρό να τους το ανακοινώνει, ο Αλέξης έχασε την γη κάτω από τα πόδια του. Η Μαρία κρατώντας του το χέρι σφιχτά, προσπαθούσε να του δώσει κουράγιο λέγοντάς του ότι τίποτα δεν είχε τελειώσει ακόμα.
   Μα ο γιατρός ήταν απόλυτα σαφής.
   Πηγαίνοντας σπίτι τους η Μαρία τού έκανε μια πρόταση. Να πάνε στο μέρος που παντρεύτηκαν, εκεί που είχαν δει τις νεράιδες να χορεύουν. Ποτέ δεν είχαν χάσει την πίστη τους σ’ αυτές. Ίσως όλα αυτά να ήταν μια δοκιμασία. Ίσως να απέτυχαν στην αρχή χάνοντας την πίστη τους για λίγο, μα τώρα έπρεπε να ανακάμψουν. Να βρουν ξανά τον δρόμο τους. Να ακολουθήσουν ξανά το μονοπάτι που άφησαν να το καλύψουν τα ξερά φύλλα της θλίψης τους.
   Με ένα παιδικό χαμόγελο ο Αλέξης δέχτηκε αμέσως να το κάνουν. Κάτι μέσα του πίστεψε αμέσως σε αυτό. Ίσως εκεί να έβρισκαν ξανά ότι είχαν χάσει... Ίσως...
   Το ίδιο βράδυ κιόλας, πήγαν στο ξωκλήσι που ενώθηκε η αγάπη τους. Πιασμένοι χέρι-χέρι έβγαλαν τα παπούτσια τους περπατώντας ξυπόλυτοι στην αγνή πράσινη γη. Άγγιζαν τους κορμούς των δέντρων, μύριζαν τα ολάνθιστα άνθη, μέχρι που έφτασαν κάτω από το δέντρο τους. Αυτό που είχαν δει όταν στεκόντουσαν στην εκκλησία να φιλοξενεί επάνω στα κλαδιά του όλη την μαγεία της ψυχής τους.
   Κάθισαν στις ρίζες του και ο Αλέξης έσκυψε και φίλησε την Μαρία. Χαϊδεύοντάς της απαλά το αλαβάστρινο κορμί της έκαναν έρωτα κάτω από το δέντρο, γυμνοί μέσα στην φύση. Χορτάρι και σώματα είχαν γίνει πια ένα. Ξέροντας ότι δε θα τους δει κανείς αυτή την ώρα, άφησαν την αστείρευτη ενέργεια της φύσης να κυριαρχήσει επάνω τους.
   Εκείνη την στιγμή δεν ήταν δύο ανθρώπινες υπάρξεις, αλλά μέρος ενός σύμπαντος που δεν είχε υλική υπόσταση. Μονάχα αγνή ενέργεια, που η δύναμή της όμως, ήταν αρκετά ισχυρή για να συνθλίψει τα πάντα.
   Τότε, μέσα στο σκοτάδι, είδαν ξανά το χαρούμενο φως που αναζητούσαν. Πετάριζε ανέμελο πάνω από τα κεφάλια τους γεμίζοντας απλόχερα, μέσα από την λαμπερή του χρυσόσκονη, τις καρδιές τους ξανά με ελπίδα.
   Μετρώντας την κάθε μέρα σαν να ήταν μοναδική, έφτασε επιτέλους η ώρα που άκουσε ο Αλέξης αυτό που ονειρευόταν.
   -Είμαι έγκυος!
   Του το ανακοίνωσε με ένα τεράστιο χαμόγελο χαράς η Μαρία, πέφτοντας ταυτόχρονα στην αγκαλιά του. Οι δυο σταγόνες που είχαν γίνει ένα στα μάγουλα τους, σφράγισαν την ομορφότερη στιγμή της ζωής τους. Ήταν από δάκρυα πραγματικής ευτυχίας, πολύτιμα και καθαρά σαν διαμάντια.
   Οι γονείς μαθαίνοντας το αναπάντεχο νέο, έτρεξαν κατευθείαν σπίτι να αγκαλιάσουν τα παιδιά τους. Προσφέροντας την βοήθειά τους σε ό,τι και αν χρειαστούν, γιόρτασαν όλοι μαζί τα χαρμόσυνα νέα.
   Όταν η Μαρία άρχισε να φουσκώνει και να βαραίνει, ο Αλέξης δεν την άφηνε να κουράζεται καθόλου. Όταν σχόλαγε από την δουλειά του πήγαινε στο σπίτι και έκανε εκείνος ό,τι χρειάζεται ένα νοικοκυριό για να συντηρηθεί, ενώ όσο έλειπε φώναζε πάντα κάποιον από τους γονείς τους για να την προσέχει και να την φροντίζει.
   Τα βράδια της χάιδευε την κοιλιά μιλώντας ώρες ολόκληρες στο μωρό που είχε μέσα της. Η Μαρία τον άκουγε και καμιά φορά γελούσε, αλλά ήταν τόσο όμορφες αυτές οι στιγμές κοντά του. Δεν θα τις άλλαζε για τίποτα στον κόσμο. Αν και όλοι ήθελαν να μάθουν το φύλλο του παιδιού, ωστόσο έκαναν υπομονή να τους το ανακοινώσει ο γιατρός μετά την γέννα.
   Ήταν εννέα υπέροχοι μήνες και για τους δύο. Ακόμα και στις δύσκολες ώρες ο Αλέξης φρόντιζε πάντα να απαλύνει τον πόνο της. Έκανε μασάζ στα πρησμένα πόδια της, μαγείρευε ό,τι επιθυμούσε εκείνη, αν και ποτέ δεν τον εκμεταλλευόταν και όταν πια η Μαρία χαλάρωνε, εκείνος "μιλούσε" πάλι με το παιδί του.
   Όταν την έπιασαν οι πόνοι ο Αλέξης βρισκόταν στην δουλειά του. Του τηλεφώνησε η μητέρα του για να τον ενημερώσει κι εκείνος παράτησε τα πάντα για να φτάσει έγκαιρα στο μαιευτήριο. Ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες κι έφτασε έξω από τον θάλαμο, αντικρίζοντας πρώτα τους δικούς του γονείς και ύστερα τους γονείς της Μαρίας.
   Βλέποντας τον ελαφρώς ταλαιπωρημένο του έκαναν χώρο να κάτσει, μα εκείνος βρισκόμενος σε υπερένταση δεν ήθελε. Ρωτούσε με ανυπομονησία πόση ώρα είναι μέσα, μετρώντας κυριολεκτικά κάθε λεπτό της ώρας που περνούσε. Ήταν πρώτη φορά που την άφηνε μόνη της ενώ εκείνη πονούσε και αυτό τον βάραινε. Του ήταν αδιανόητο να μην βρίσκεται αυτή την ώρα κοντά της κρατώντας της το χέρι.
   Ευτυχώς το μαρτύριό του τελείωσε σχετικά γρήγορα, βλέποντας τον γιατρό να ξεπροβάλει χαμογελαστός ανάμεσα από δύο πόρτες.
   -Συγχαρητήρια! Μόλις αποκτήσατε ένα υγιέστατο κοριτσάκι! τους είπε καθησυχάζοντας τους πάντες.
   Βλέποντας ο Αλέξης να φιλάει ο ένας τον άλλον από ευτυχία, ο ίδιος ένιωσε να βουλιάζει σε ένα απύθμενο κύμα χαράς. Να κατακλύζεται από εκατομμύρια σταγόνες ευτυχίας, που όλες μαζί σχημάτισαν ένα δάκρυ. Ήταν το πιο ευτυχισμένο δάκρυ της ζωής του.
   Δεχόμενος και εκείνος τα συγχαρητήρια από τους πάντες, τους ευχαριστούσε αλλά το μόνο που σκεφτόταν ήταν πότε θα πάρει στην αγκαλιά του την κόρη του, αλλά και την γυναίκα που την έφερε στον κόσμο.
   -Μπορώ να πάω να της δω γιατρέ;
   Ο Αλέξης ρώτησε με ανυπομονησία τρέμοντας ολόκληρος από συγκίνηση.
   -Δώστε μας λίγα λεπτά να τις ετοιμάσουμε και θα μπορείτε να τις καμαρώσετε με την ησυχία σας! απάντησε ο γιατρός και αφού συνεχάρη για άλλη μια φορά τους πάντες, αποχώρησε.
   Σκεφτόμενος την πρώτη στιγμή που θα τις αντίκριζε, συνειδητοποίησε ότι μέσα στην βιασύνη του είχε πάει στο μαιευτήριο με άδεια χέρια. Έπρεπε οπωσδήποτε να πάει να πάρει κάτι για την γυναίκα του, αν όχι ένα λουλούδι, γιατί ήξερε ότι δε θα της άρεσε αυτό της Μαρίας, έστω ένα λούτρινο ζωάκι από αυτά που ήξερε ότι τα αγαπούσε πολύ.
   -Επιστρέφω αμέσως! φώναξε στους συγγενείς καθώς έτρεχε πηδώντας δυο δυο τα σκαλιά.
   Πριν προλάβουν να τον ρωτήσουν που πάει, εκείνος είχε ήδη εξαφανιστεί από τα μάτια τους.
   Διασχίζοντας βιαστικά τον δρόμο έτρεξε απέναντι στο πλησιέστερο κατάστημα παιχνιδιών, αγοράζοντας ένα τεράστιο ολόλευκο σκυλάκι που η Μαρία τόσο πολύ λάτρευε. Δίνοντας πολύ παραπάνω από την αξία του, έφυγε βιαστικά δίχως να περιμένει τα ρέστα του.
   Έχοντάς το αγκαλιά, πήγε να διασχίσει ξανά τον δρόμο, αλλά το ογκώδες σκυλί του έκρυβε την ορατότητα και δεν πρόσεξε ένα αμάξι που ερχόταν με ταχύτητα. Το μόνο που πρόλαβε να ακούσει ήταν το απότομο φρενάρισμα του αμαξιού. Τίποτε άλλο! Παρασυρόμενος από το όχημα, βρέθηκε το άψυχο κορμί του να κείτεται αρκετά μέτρα μακριά από αυτό. Το σκυλί είχε γίνει δεκάδες κομμάτια σκορπισμένα σε όλο το δρόμο. Ο αέρας είχε γεμίσει με αιωρούμενα χνούδια τα οποία έπεφταν σαν χιόνι απαλά πάνω στο άψυχο κορμί του Αλέξη ποτίζοντάς τα με το αίμα του. Στριγκλιές τρόμου και πανικού ακούστηκαν από παντού κάνοντας την ατμόσφαιρα περισσότερο αποπνικτική. Ο οδηγός του αμαξιού κατέβηκε κάτω μη μπορώντας να πιστέψει τι είχε συμβεί. Σε κατάσταση πανικού έπιανε το κεφάλι του κοιτώντας το αιμόφυρτο κορμί του Αλέξη φωνάζοντας βοήθεια.
   Έχοντας ακόμα τα μάτια του ανοικτά, ο Αλέξης είχε πάρει μαζί του στην αιωνιότητα ό,τι ευτυχία πρόλαβε να νιώσει εκείνη την στιγμή, εγκλωβίζοντας μονάχα ένα ελάχιστο κομμάτι της, στην έκφραση του προσώπου του.
   Κοιτώντας το σημείο που άφησε την τελευταία του πνοή ο άντρας της, η Μαρία υποβασταζόμενη από την μητέρα της, αλλά και την μητέρα του Αλέξη άφησε στον δρόμο ένα λευκό τριαντάφυλλο. Ήταν η πρώτη φορά στην ζωή της που ζήτησε να της φέρουν ένα κομμένο λουλούδι.
   -Χωρίς εσένα... ψιθύρισε καθώς έσκυβε για να αφήσει το λουλούδι, μα η θλίψη δεν την άφηνε να ολοκληρώσει αυτό που σκεφτόταν.
   -Θα στην προσέχω... συνέχισε ξανά με δυσκολία.
   Ύστερα σηκώθηκε ξεσπώντας σε λυγμούς, καθώς οι γονείς της την τραβούσαν προσπαθώντας να την απομακρύνουν από το σημείο. Ο πατέρας της κρατώντας το καλαθάκι του μωρού της το έδωσε στα χέρια της, δείχνοντάς της ότι είχε μια ψυχή να μεγαλώσει. Έπρεπε να φανεί δυνατή. Αν όχι για την ίδια, τουλάχιστον για το παιδί της.
   Η μικρή Κρήνη μεγάλωσε με την αγάπη και την στοργή δύο οικογενειών χωρίς να της λείψει ποτέ τίποτα. Η Μαρία δεν θέλησε να παντρευτεί ποτέ ξανά.
   Καμιά φορά τα βράδια το έσκαγε από το σπίτι, πηγαίνοντας κάτω από το δέντρο της ζωής τους, όπως το είχε ονομάσει. Καθισμένη στις ρίζες του, χάιδευε το γρασίδι και μιλούσε στον Αλέξη. Του έλεγε πώς μεγάλωνε η κόρη τους, πόσο ευτυχισμένη ήταν με τις δύο οικογένειες των γονιών τους που την φροντίζουν. Και όταν καμιά φορά ρωτούσε που ήταν ο μπαμπάς της, εκείνη της έλεγε για τον κόσμο τους. Όπου εκεί τις περίμενε και τις δύο έχοντας την ζεστή του αγκάλη πάντα ανοικτή.
   Η πρώτη λέξη της Κρήνης σε ηλικία τριών μηνών ήταν "μπαμπάς". Μια λέξη που δεν την είχε ακούσει ποτέ μέχρι εκείνη την στιγμή. Την είπε χαμογελώντας ένα βράδυ του Αυγούστου, κοιτάζοντας με τα γυαλιστερά ματάκια της την μητέρα της. Η Μαρία σοκαρισμένη, την κοίταξε με δάκρυα στα μάτια σκύβοντας πάνω από την κούνια της.
   -Τι είπες αγάπη μου; την ρώτησε τρέμοντας ολόκληρη προσπαθώντας να την πάρει αγκαλιά.
   -Μπαμπάς! επανέλαβε αρκετά καθαρά η Κρήνη, δείχνοντας αυτή την φορά με το μικρό της χεράκι μια κορνίζα.
   Ήταν κρεμασμένη απέναντι από την κούνια του μωρού από την πρώτη στιγμή που πήρε στα χέρια της η Μαρία αυτή την φωτογραφία. Για εκείνην είχε τεράστια συναισθηματική αξία γιατί η φωτογραφία αυτή είχε αιχμαλωτίσει επάνω της την μοναδική στιγμή που της έδειχνε ο Αλέξης το δέντρο. Ήταν και οι δυο τους τόσο χαμογελαστοί και ξέγνοιαστοι!
   -Μπαμπάς! άκουσε να επαναλαμβάνει με πείσμα η Κρήνη.
   -Θες να σε πάω εκεί; ρώτησε η Μαρία.
   Έχοντας μέσα της ένα προαίσθημα ότι αυτό ήθελε να της πει η κόρη της, φόρεσε κάτι πρόχειρο, πήρε τη μικρή και κρατώντας την αγκαλιά έφυγαν από το σπίτι.
   Φτάνοντας στο σκοτεινό δάσος, η Μαρία πλησίασε το δέντρο τους λέγοντας στην κόρη της όλη την ιστορία του. Μα η Κρήνη σαν να την ήξερε, κουνούσε αδιάφορα τα χεράκια και τα ποδαράκια της, δείχνοντας στην μητέρα της ότι ήθελε να την αφήσει κάτω. Με πολλή προσοχή η Μαρία την ακούμπησε στις ρίζες του δέντρου κοιτάζοντάς την.
   Νιώθοντας το έδαφος κάτω από τα πόδια της, η μικρή Κρήνη μπροστά στα έκπληκτα μάτια της μητέρας της σηκώθηκε όρθια. Με τα μάτια της να λάμπουν ακόμα πιο έντονα έβγαλε μια μικρή κραυγή αγαλλίασης.
   Η Μαρία κοιτούσε αμίλητη νιώθοντας όλο της το κορμί να κατακλύζεται από μια γλυκιά φλόγα. Όταν είδε την κόρη της να βγάζει μικρά διάφανα φτερά νεράιδας, ένιωσε την μαγεία της φύσης να της διαπερνά το κορμί αγγίζοντάς την μέχρι τα πέρατα της ψυχής της.
   Η Κρήνη πετώντας χαρούμενη γύρω από την μητέρα της, στάθηκε ύστερα μπροστά στο πρόσωπό της. Χαμογελώντας, άνοιξε τα χεράκια της δημιουργώντας μία τεράστια πηγή φωτός πάνω από τα κεφάλια τους.
   Σιγά σιγά μέσα από αυτή την μπάλα φωτός άρχισε να ρέει σαν καταρράκτης ένα αστείρευτο φως που ξεχείλιζε πάνω στο κεφάλια τους σκεπάζοντάς τες κυριολεκτικά με αυτό. Η Μαρία έκλεισε τα μάτια αφήνοντας το φως να διαπεράσει κάθε κύτταρο του κορμιού της. Ύστερα μέσα από τα δάκτυλα του ποδιού της απλώθηκε σε όλο το δάσος, κάνοντας τα λουλούδια να ανθίζουν περισσότερο στο πέρασμα του, τα δέντρα να γεμίζουν με νέους καρπούς, ενώ μέσα από το καταπράσινο χορτάρι έκανε την εμφάνισή της νέα ζωή. Πολύχρωμα άνθη που μοσχοβολούσαν κατέκλυσαν τον τόπο, γεμίζοντας την ατμόσφαιρα με το σαγηνευτικό άρωμα τους.
   Ο απαλός αέρας έφερνε από μακριά στα αυτιά τής Μαρίας χαρούμενες φωνές που τραγουδούσαν έναν γνωστό σκοπό. Ήταν το τραγούδι που είχαν ακούσει τότε, όταν είχε παντρευτεί με τον Αλέξη. Τώρα τις άκουγε να τραγουδούν αρκετά καθαρά ενώ από κάθε κλαδί δέντρου ακούγονταν οι χαρούμενες φωνές τους.
   Λάμποντας ολόκληρη, η Μαρία άνοιξε τα μάτια της αντικρίζοντας ένα δάσος διαφορετικό. Ήταν όλο πλημμυρισμένο μέσα στα λουλούδια και τα δέντρα. Μικρά ζώα έτρεχαν παντού ξένοιαστα δίχως να ξέρουν τι θα πει φόβος. Ούτε το μικρό εκκλησάκι υπήρχε πια. Στην θέση του ήταν ένας τεράστιος καταρράκτης που τα νερά του σαν να ήταν από κρύσταλλο αντανακλούσαν επάνω τους το απέραντο γαλάζιο του ουρανού. Ήταν μέρα. Το σκοτάδι δεν είχε θέση σε αυτό τον κόσμο, ούτε η λύπη και η μοναξιά.
   Η Κρήνη πετώντας έπιασε το χέρι τής μητέρας της και τραβώντας την ελαφρά τής έκανε νόημα να την ακολουθήσει. Τα ξωτικά χαρούμενα πάνω στα τεράστια κλαδιά των δέντρων χόρευαν και τραγουδούσαν κοιτάζοντάς την καθώς τα προσπερνούσε.
   Ξαφνικά είδε μπροστά της τον Αλέξη. Λάμποντας και αυτός ολόκληρος την κοιτούσε χαμογελαστός με τα χέρια του ανοικτά περιμένοντας να την αγκαλιάσει. Αντικρίζοντάς τον ένιωσε την καρδιά της να χτυπά δυνατά από ευτυχία, κάνοντάς την να τρέξει γρήγορα στην αγκαλιά του. Τον φιλούσε ξανά και ξανά σφίγγοντας τον με όση δύναμη είχε στην αγκαλιά της.
   -Καλώς όρισες στον κόσμος μας! είπε ο Αλέξης κοιτάζοντάς την ευτυχισμένος, καθώς η μικρή Κρήνη πετούσε παιχνιδιάρικα γύρω τους, δείχνοντας και εκείνη την χαρά της.
   Πιάνοντάς την από το χέρι, χάθηκαν βαθιά οι τρεις τους μέσα στο δάσος αφήνοντας νεράιδες και ξωτικά να τραγουδούν ανάμεσα τους.
   Από τότε δεν τις είδε ποτέ κανείς ξανά. Οι γονείς έψαξαν για την κόρη και την εγγονή χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Ήταν σαν να άνοιξε η γη και τις κατάπιε.
   Το μόνο που έμεινε να θυμίζει στους γονείς την ύπαρξη τους, ήταν η φωτογραφία πάνω από την κούνια της εγγονής τους, όπου χαμογελούσαν και οι τρεις ξέγνοιαστοι και ευτυχισμένοι!

ΤΕΛΟΣ

Copyright © Μάριος Καρακατσάνης - All rights reserved - 2014 http://www.marioskarakatsanis.gr

Διαβάσατε τη δέκατη ιστορία της συλλογής, του Μάριου Καρακατσάνη, σε πρώτη δημοσίευση για το koukidaki. Απαγορεύεται αυστηρά η αντιγραφή και αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου της παρούσης ανάρτησης χωρίς την άδεια του συγγραφέα. Το φωτογραφικό υλικό που κοσμεί την ιστορία και το εξώφυλλο αυτής είναι αποκλειστικές επιλογές του Μάριου Καρακατσάνη.
Βρείτε τον συγγραφέα στο facebook.

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
΄΄Εξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΌταν έπεσε η μάσκα, Κωνσταντίνας ΜαλαχίαΤο μαγικό καράβι των Χριστουγέννων, Θάνου ΚωστάκηΗ λέσχη των φαντασμάτων, Κυριακής ΑκριτίδουΟ αστερισμός των παραμυθιών, Λίτσας ΚαποπούλουΟ Κάγα Τίο... στην Ελλάδα, Καλλιόπης ΡάικουΠαζλ γυναικών, Σοφίας Σπύρου
Το μονόγραμμα του ίσκιου, Βαγγέλη ΚατσούπηΣκοτεινή κουκκίδα, Γιάννη ΣμίχεληΠλάτωνας κατά Διογένη ΛαέρτιοΚαι χορεύω τις νύχτες, Γαβριέλλας ΝεοχωρίτουΑιθέρια: Η προφητεία, Παύλου ΣκληρούΠορσελάνινες κούκλες, Δέσποινας ΔιομήδουςΆπροικα Χαλκώματα, Γιώργου Καριώτη
Το δικό μου παιδί!, Γιώργου ΓουλτίδηΟι Σισιλιάνοι, Κωνσταντίνου ΚαπότσηΜέσα από τα μάτια της Ζωής!, Βούλας ΠαπατσιφλικιώτηΖεστό αίμα, Νάντιας Δημοπούλου
Η Αμάντα Κουραμπιέ, η μαμά μου, Ελένης ΦωτάκηΟι κυρίες και οι κύριοι Αριθμοί, Κωνσταντίνου ΤζίμαΔεύτερη φωνή Ι, Γιάννη Σμίχελη